κλεψιγαμία

κλεψιγαμία
η прелюбодеяние; внебрачное сожительство;

τέκνο εκ κλεψιγαμίας — незаконнорождённый ребёнок


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κλεψιγαμία" в других словарях:

  • κλεψιγαμία — η (AM κλεψιγαμία) [κλεψιγαμώ] η ύπαρξη παράνομων σαρκικών σχέσεων μεταξύ ετεροφύλων οι οποίοι δεν συνδέονται με γάμο …   Dictionary of Greek

  • κλεψιγαμία — η η σαρκική επαφή άντρα και γυναίκας που δε συνδέονται με νόμιμο γάμο: Έχει παιδιά από κλεψιγαμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλεψίγαμος — η, ο (AM κλεψίγαμος, ον) αυτός που έχει παράνομες σαρκικές σχέσεις, μοιχός νεοελλ. (για παιδιά) αυτός που γεννήθηκε από κλεψιγαμία αρχ. αυτός που γίνεται κατά την κλεψιγαμία («κλεψίγαμοί τε φθοραί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + γαμος… …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • κρυψιγαμία — η (Μ κρυψιγαμία) [κρυψίγαμος] κρυφός γάμος, κλεψιγαμία* …   Dictionary of Greek

  • λαθροκοιτία — λαθροκοιτία, ἡ (Μ) [λαθροκοιτώ] κλεψιγαμία …   Dictionary of Greek

  • παρακυώ — έω, Α [κυώ] είμαι έγκυος από κλεψιγαμία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»